- συνεξέδραμεν
- συνεκτρέχωrun out along withaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκτρέχω — Α 1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως 3. συμπράττω («ἰδών ποτ αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.) 4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία 5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ … Dictionary of Greek